κοίτῳ

κοίτῳ
κοί̱τῳ , κοῖτος
resting-place
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοιτώ — κοιτάω / κοιτώ, κοίταξα βλ. πίν. 64 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοιτάζω — και κοιτώ, άω (AM κοιτάζω) νεοελλ. 1. εξετάζω ιατρικά (α. «πρέπει να κοιτάξω τα μάτια μου» β. «έχει συνεχώς πονοκεφάλους, γι αυτό πρέπει να πάει να κοιταχτεί») 2. φρ. α) «να κοιτάς τη δουλειά σου» να μην ασχολείσαι με το τί κάνουν οι άλλοι β)… …   Dictionary of Greek

  • λαθροκοιτώ — λαθροκοιτῶ, έω (Μ) συνευρίσκομαι κρυφά και παράνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρα + κοιτῶ (< κοιτος < κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. παρα κοιτώ, χαμαι κοιτώ] …   Dictionary of Greek

  • φορμοκοιτώ — έω, Α κοιμάμαι πάνω σε πλεκτό στρώμα, πάνω σε ψάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + κοιτῶ (< κοιτος < κοίτη), πρβλ. αἰθριο κοιτῶ, σκληρο κοιτῶ] …   Dictionary of Greek

  • κλινοκοιτώ — κλινοκοιτῶ, έω (Α) κοιμάμαι σε κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + κοιτῶ (< κοιτος < κοίτη), πρβλ. χαμο κοιτώ] …   Dictionary of Greek

  • ξηροκοιτώ — ξηροκοιτῶ, έω (Μ) κοιμάμαι σε ξηρό, δηλαδή σε σκληρό κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρά + κοιτῶ (< κοιτος < κοίτη «κρεβάτι»), πρβλ. σκληρο κοιτώ] …   Dictionary of Greek

  • στιβαδοκοιτώ — έω, Α βρίσκομαι ή κοιμάμαι πάνω σε στιβάδα, σε στρώμα από χόρτα, άχυρα ή φύλλα («μελανείμονες ἄπαντες τὸ πλέον ἐν σάγοις, ἐν οἷσπερ καὶ στιβαδοκοιτοῡσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στιβάς, άδος + κοιτῶ (< κοίτη «κρεβάτι»), πρβλ. ἀνδρο κοιτῶ] …   Dictionary of Greek

  • υπερκοιτώ — έω, Μ (για ποταμό) χύνομαι πάνω από την κοίτη, πλημμυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κοιτῶ (< κοιτος < κοίτη), πρβλ. προ κοιτῶ] …   Dictionary of Greek

  • αγριοκοιτάζω — και κοιτώ κοιτάζω κάποιον άγρια, βλοσυρά, απειλητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρημα άγρια + κοιτάζω. ΠΑΡ. αγριοκοίταγμα, αγριοκοιταξιά] …   Dictionary of Greek

  • βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”